κεντροφόρος

κεντροφόρος
-ο (Α κεντροφόρος, -ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων τής οικογένειας squalidae
αρχ.
1. αυτός που έχει κεντρί
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεντροφόρος
ο κεντρίνης*
3. αυτός που αποτελεί το κέντρο τής οικουμένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, πυρ-φόρος. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrophorus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεντροφόρος — with a sting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντροφόρων — κεντροφόρος with a sting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντροφόρῳ — κεντροφόρος with a sting masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρωτός — ή, ό (Α κεντρωτός, ή, όν) [κεντρώ] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μεμβρανιδών αρχ. αυτός που έχει κεντρί ή αιχμή, που είναι οπλισμένος με κεντρί, ο κεντροφόρος 2. (για παπούτσια και σανίδες) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κόνναρος — ο (Α κόνναρος) νεοελλ. βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας κονναρίδες αρχ. το αειθαλές δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. κατά το κόμαρος] …   Dictionary of Greek

  • παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”