- κεντροφόρος
- -ο (Α κεντροφόρος, -ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων τής οικογένειας squalidaeαρχ.1. αυτός που έχει κεντρί2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεντροφόροςο κεντρίνης*3. αυτός που αποτελεί το κέντρο τής οικουμένης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, πυρ-φόρος. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrophorus].
Dictionary of Greek. 2013.